φαρέτρα

φαρέτρα
Ο όρος προέρχεται από το ρήμα φέρω. Θήκη δερμάτινη, ξύλινη ή μεταλλική, σε σχήμα στενόμακρο, κλειστή από το ένα μέρος και ανοιχτή από το άλλο. Κατά την αρχαιότητα στη φαρέτρα έβαζαν τα βέλη τους οι στρατιώτες που ήταν οπλισμένοι με τόξα. Την κρεμούσαν συνήθως στον αριστερό μηρό. Πέρσης τοξότης με φαρέτρα, σε αρχαία παράσταση.
* * *
η, ΝΑ, και ιων. τ. φαρέτρη Α
θήκη, συνήθως δερμάτινη, για τα βέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίοι αλλά και νεώτεροι ετυμολόγοι θεώρησαν ότι η λ. φαρέ-τρα ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα φαρ- τού ρ. φέρω* και έχει σχηματιστεί με επίθημα -τρα, δηλωτικό οργάνου (πρβλ. φέρ-τρον, φέρε-τρον
για το θ. φερε- βλ. λ. φέρω). Η ειδική σημ. ωστόσο τής λ., που χρησιμοποιείται για να δηλώσει αποκλειστικά τη θήκη για τα βέλη, εμποδίζει την ανεπιφύλακτη σύνδεσή της με το ρ.
φέρω και οδηγεί στη σκέψη ότι πιθανότατα πρόκειται για δάνεια λ., όπως πολλοί συνώνυμοι τ. σε άλλες γλώσσες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φαρέτρα — φαρέτρᾱ , φαρέτρα quiver fem nom/voc/acc dual φαρέτρᾱ , φαρέτρα quiver fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρέτρᾳ — φαρέτραι , φαρέτρα quiver fem nom/voc pl φαρέτρᾱͅ , φαρέτρα quiver fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρέτρα — η δερμάτινη θήκη, όπου οι τοξότες έβαζαν τα βέλη τους, η βελοθήκη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαρέτρας — φαρέτρᾱς , φαρέτρα quiver fem acc pl φαρέτρᾱς , φαρέτρα quiver fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρέτραι — φαρέτρα quiver fem nom/voc pl φαρέτρᾱͅ , φαρέτρα quiver fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρέτραν — φαρέτρᾱν , φαρέτρα quiver fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρετρέων — φαρέτρα quiver fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρετρῶν — φαρέτρα quiver fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρέτραις — φαρέτρα quiver fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρέτρη — φαρέτρα quiver fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”